- συμβεβλημένος
- συμβάλλωthrow togetherperf part mp masc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμβάλλομαι — συμβάλλομαι, συμβλήθηκα, συμβεβλημένος βλ. πίν. 147 Σημειώσεις: συμβάλλομαι : στην παθητική φωνή η έννοια διαφοροποιείται. Το ρ. σημαίνει → κάνω σύμβαση, συμβόλαιο με κάποιον (π.χ. τα συμβαλλόμενα μέρη, αυτοί μεταξύ των οποίων γίνεται η σύμβαση) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συμβάλλομαι — συμβλήθηκα, συμβεβλημένος, κάνω συμφωνία με κάποιον, συνάπτω σύμβαση: Ο γιατρός αυτός είναι συμβεβλημένος με το ΙΚΑ. – Οι συμβαλλόμενοι αποδέχονται τους όρους του συμβολαίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισθώνω — (ΑΜ μισθῶ, όω, Μ και μισθώνω και μιστώνω) [μισθός] 1. πληρώνω ενοίκιο για κάτι, χρησιμοποιώ ως ενοικιαστής κάτι καταβάλλοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το διαμέρισμα με 30.000 δραχμές τον μήνα» 2. παρέχω με μισθό, με ενοίκιο κάτι,… … Dictionary of Greek